Όταν ο θεός του χρυσού φεγγαριού και των παγωμένων ανέμων, ο Κετζακότλ, δώρισε στους ανθρώπους τη φωτιά, το νερό και το ψωμί, τους έδωσε μαζί και ένα άλλο δώρο: το κακαόδεντρο. Αυτό λένε κάποιες παλιές μεξικάνικες ιστορίες.
Μέχρι το 600 μ.Χ. ό,τι ξέρουμε για το κακάο κινείται στη σφαίρα του μύθου. Τα πρώτα ιστορικά στοιχεία για το κακαόδεντρο και τον καρπό του, τα έχουμε όταν οι Μάγιας μετανάστευσαν στα βάθη της Νότιας Αμερικής
Ο εξαιρετικά ανεπτυγμένος αυτός λαός δημιούργησε τις πρώτες φυτείες κακάο στο Γιουκατάν, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι οι Μάγιας καλλιεργούσας κακάο και παλαιότερα. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της καλλιέργειας του κακαόδεντρου, οι καρποί του, οι κακαοβάλανοι, αποτελούσαν ένα πολύτιμο νόμισμα για τις συναλλαγές των λαών της Κεντρικής Αμερικής.
Η συνήθεια αυτή ξεκίνησε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας. Όταν οι Αζτέκοι κυριάρχησαν στο Μεξικό και κατέκτησαν τους Σισιμέκ και τους Μάγιας, τους επέβαλαν σαν φόρο, αποστολές κακάο, που βρέθηκαν καταγεγραμμένες σε μητρώα της εποχής.
Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που ανακάλυψε τους καρπούς του κακαόδεντρου, όταν έφτασε στη Νικαράγουα, στο τέταρτο ταξίδι του στην Αμερική, το 1502. Οι ιθαγενείς, χρησιμοποιούσαν τους καρπούς του σαν νόμισμα αλλά και για την παρασκευή ενός πολύ γευστικού ροφήματος. Ο Χριστόφορος Κολόμβος όμως, δεν του έδωσε την πρέπουσα σημασία.
Πρώτα κατέκτησε ο Ισπανός Φερδινάνδος Κορτές το Μεξικό. Στη συνέχεια το κακάο, που έφερε κατά την επιστροφή του, κατέκτησε όλη την Ευρώπη. Το 1519 ο Κορτές έφτασε με ένα μικρό στόλο 11 πλοίων στην ακτή του Γιουκατάν. Διέσχισε την άγνωστη χώρα του Μεξικού, έκανε μια σειρά από νικηφόρες μάχες με ιθαγενείς και τελικά ανάγκασε το βασιλιά των Αζτέκων Μοντεζούμα να παραδοθεί μαζί με όλους τους θησαυρούς του. Ανάμεσα τους, βρήκε και καρπούς κακάο, τους κακαοβάλανους και δοκίμασε το ρόφημά τους το “σοκολατλ”. Ενθουσιάστηκε τόσο, που με το πρώτο πλοίο που έφυγε για την Ισπανία, έστειλε μαζί με τα τρόπαια των κατακτήσεων του και μια μεγάλη ποσότητα κακαοβαλάνων. Οι αριστοκρατικοί κύκλοι της Ισπανίας ξετρελάθηκαν με το νέο ρόφημα που το προσάρμοσαν στα ευρωπαϊκά γούστα προσθέτοντας ζάχαρη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ρόφημα σοκολάτας εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Το 1615, τη χρονιά που η πριγκίπισσα της Ισπανίας, ‘Αννα η Αυστριακή, παντρεύτηκε το Λουδοβίκο ΧΙΙΙ στη Γαλλία, μαζί με τ’ άλλα ισπανικά έθιμα, έφερε στη γαλλική αυλή και την ευχάριστη απόλαυση της σοκολάτας. Το 1674 στο Λονδίνο άρχισαν να προσφέρονται τα πρώτα σοκολατένια γλυκά. Στο τέλος του 17ου αιώνα η σοκολάτα κάνει την εμφάνισή της και στη Γερμανία. Το 1780 κατασκευάζεται στη ΒΑρκελώνη το πρώτο εργοστάσιο σοκολάτας και για πρώτη φορά παρασκευάζεται ρόφημα σοκολάτας βιομηχανικά.
Η μεγάλη επανάσταση στην παραγωγή σοκολάτας έγινε το 19ο αιώνα όταν, το 1819, παρασκευάζεται η πρώτη πλάκα σοκολάτας στην Ελβετία. Από εκεί και πέρα η πορεία της “θεϊκής τροφής”, της σοκολάτας όπως ονομάστηκε από το Σουηδό Βοτανολόγο Λινναίο (1707-1778) είναι γνωστή. Σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέκτησε με τις ανεκτίμητες ιδιότητές της, τις καρδιές μικρών και μεγάλων κι έγινε η αγαπημένη τροφή όλων μας.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΟΚΟΛΑΤΕΣ
Η ιστορία λέει ότι πρώτες την εμπνεύστηκαν οι μοναχές ενός ισπανικού μοναστηριού στο Μεξικό, όταν σκέφτηκαν να φτιάξουν πλάκες σοκολάτας, ώστε να μπορούν να την αποθηκεύουν και να φτιάχνουν πιο γρήγορα το ρόφημά τους. Μέχρι σήμερα, σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής φτιάχνουν τη σοκολάτα με εκείνο τον παλιό τρόπο, τρίβοντας τις πρώτες ύλες σε μια μυλόπετρα. Η ισπανική Αυλή είναι η πρώτη που υιοθέτησε τη σοκολάτα, από τα τέλη του 16ου αιώνα. Χάρη στους ταξιδευτές και στους εμπόρους της, το «ρόφημα των θεών» διαδόθηκε στη συνέχεια σε όλη την Ευρώπη.
ΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Ο 20ος αιώνας έδωσε τη σημαντική ώθηση στη συμμετοχή της σοκολάτας στη ζαχαροπλαστική. Δημιουργήθηκαν αμέτρητα γλυκά σοκολάτας, αλλά και γλυκίσματα με τη γεύση του κακάο, καθώς και πολλά νέα είδη στις πλάκες σοκολάτας. Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένα «φαινόμενο» ανέκοψε την πορεία της – το κυνήγι των θερμίδων. Το ρεύμα αυτό παραμέρισε κλασικές συνταγές, που κρίθηκαν πολύ λιπαρές ή πολύ γλυκές, σε όφελος άλλων που ήταν πιο ελαφριές.